- μολυβδίτης
μολυβδίτης, ὁ, bleiähnlich, bleihaltend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδίτης, ὁ, bleiähnlich, bleihaltend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδίτης — ο (ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού μολυβδαινίου με ανοιχτό κίτρινο χρώμα και μεταξοειδή λάμψη το οποίο απαντά σε ινώδεις μάζες ή σε κονιώδη επανθήματα, αλλ. ώχρα μολυβδαινίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. molybdite (< μόλυβδος + ίτης)] … Dictionary of Greek
μολυβδίνης — ο (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού μολυβδίτης … Dictionary of Greek
μολυβδαίνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Μο· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 42, ατομικό βάρος 95,95, επτά σταθερά ισότοπα και έξι ραδιενεργά ισότοπα. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek
χαλκομολυβδίτης — ο, Ν (ορυκτ.) μολυβδούχο ορυκτό τού χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + μολυβδίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek