- μολυβδίνη
μολυβδίνη, ἡ, Bleimasse, wie μολύβδαινα, Luc, Gymnas. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδίνη, ἡ, Bleimasse, wie μολύβδαινα, Luc, Gymnas. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδίνη — μολύβδινος leaden fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνῃ — μολύβδινος leaden fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίδα — η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, ίδος) [μόλυβδος] το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη τής ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα νεοελλ. 1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής 2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο… … Dictionary of Greek
μολυβδόβουλλον(ν) — το (στο Βυζάντιο) 1. σφραγίδα από μόλυβδο εξαρτημένη με σπάγγο από ένα έγγραφο, την οποία χρησιμοποιούσαν ιδίως οι πολίτες 2. (κατ επέκτ.) το ίδιο το έγγραφο με τη μολύβδινη σφραγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβδοβούλλα, (ἡ) με αλλαγή γένους. Η λ.… … Dictionary of Greek
μολύβδαινα — η (Α μολύθδαινα και μολίβδαινα, επικ. τ. μολυβδαίνη) 1. το τεμάχιο μολύβδου που προσδένεται στην άκρη τής ορμιάς για ταχύτερη καταβύθιση στο νερό, η μολυβήθρα 2. η στάθμη τών κτιστών, το μολύβδινο τεμάχιο που δένεται στο άκρο τού νήματος τού… … Dictionary of Greek
σφαιρίδιο — το, ΝΜ μικρή σφαίρα νεοελλ. 1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι 2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο 3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κυθήρων — Η μικρή αρχαιολογική συλλογή των Κυθήρων στεγάζεται από το 1979 σε ένα κτίριο του κεντρικού δρόμου της Χώρας, που παραχώρησε ο Κυθηραϊκός Σύνδεσμος για το σκοπό αυτό. Το μουσείο έχει δύο αίθουσες. Στην κύρια αίθουσα, στα δεξιά, εκτίθενται τα… … Dictionary of Greek
κάθετος — η, ο επίρρ. α 1. ο αφημένος προς τα κάτω, αυτός που κρέμεται από κάποιο σημείο και διευθύνεται κατακόρυφα προς το έδαφος: Η φράση των αρχαίων «κάθετος μόλυβδος» σήμαινε μια μολύβδινη βολίδα που δενόταν στο άκρο σκοινιού και πεταγόταν στη θάλασσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μολυβδόβουλο — το έγγραφο με σφραγίδα μολύβδινη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)