- μολυβδίς
μολυβδίς, ίδος, ἡ, Bleikugel, Bleimasse, Plat. Rep. VII, 519 a; zum Schleudern, Xen. An. 3, 3, 17; Pol. 27, 9, 6; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδίς, ίδος, ἡ, Bleikugel, Bleimasse, Plat. Rep. VII, 519 a; zum Schleudern, Xen. An. 3, 3, 17; Pol. 27, 9, 6; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδίς — μολυβδίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μολυβδίδα … Dictionary of Greek
μολυβδίς — leaden weight fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίδα — μολυβδίς leaden weight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίδας — μολυβδίς leaden weight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίσι — μολυβδίς leaden weight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίσιν — μολυβδίς leaden weight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek
μολιβδίς — μολιβδίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μολυβδίς … Dictionary of Greek
μολυβδίδα — η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, ίδος) [μόλυβδος] το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη τής ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα νεοελλ. 1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής 2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο… … Dictionary of Greek