- νοο-πλανής
νοο-πλανής, ές, im Verstande verwirrt, irres Geistes, Nonn. D. 4, 198 u. a. Sp. – Auch akt., den Verstand verwirrend, μενοιναί, Nonn. D. 9, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοο-πλανής, ές, im Verstande verwirrt, irres Geistes, Nonn. D. 4, 198 u. a. Sp. – Auch akt., den Verstand verwirrend, μενοιναί, Nonn. D. 9, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχοπλανής — ές, Α ψυχοπλάνος («ψυχοπλανὴς Βάκχος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νοο πλανής] … Dictionary of Greek