- μολπηδόν
μολπηδόν, mit Gesang, gesangartig, ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν εὐφήμησεν, Aesch. Pers. 381.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολπηδόν, mit Gesang, gesangartig, ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν εὐφήμησεν, Aesch. Pers. 381.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολπηδόν — (Α) επίρρ. σαν μολπή, σαν σε τραγούδι («πρῶτον μὲν κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν ηὐφήμησεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. κλιμακ ηδόν, κωμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
μολπηδόν — like a song indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek