- νοο-πλήξ
νοο-πλήξ, ῆγος, = Vorigem, ἀτασϑαλίαι, Tryphiod. 275.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοο-πλήξ, ῆγος, = Vorigem, ἀτασϑαλίαι, Tryphiod. 275.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωτοπλήξ — νωτοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (για δούλους) αυτός που δέχεται χτυπήματα στα νώτα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + πλήξ, ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, νοο πλήξ] … Dictionary of Greek