- νομ-άρχης
νομ-άρχης, ὁ, der Varsteher, Befehlshaber eines νομός, eines Gaues, bei den Aegyptiern, Her. 2, 177, bei den Skythen, 4, 86; D. Sic. 1, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομ-άρχης, ὁ, der Varsteher, Befehlshaber eines νομός, eines Gaues, bei den Aegyptiern, Her. 2, 177, bei den Skythen, 4, 86; D. Sic. 1, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηβάρχης — θηβάρχης, ὁ (Α) ο προεστώς τών Θηβών στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + αρχης (< άρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ιβηράρχης — ἰβηράρχης, ὁ (Μ) ο ηγεμόνας τών Ιβήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ίβηρες + αρχης (< άρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ιδεάρχης — ἰδεάρχης, ὁ (Μ) η πηγή τών ιδεών, η πηγή τής νόησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + άρχης (< άρχω), πρβλ. μον άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek
ιλάρχης — ο (Α ἰλάρχης) νεοελλ. ο ταγματάρχης ιππικού στον παλαιό στρατό αρχ. αρχηγός ίλης ιππέων, ο ίλαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ιστωνάρχης — ἱστωνάρχης, ὁ (Α) ο επόπτης τών υφαντουργείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστών + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek
κλιματάρχης — κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος) 1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος 2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές 3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαι τάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος +… … Dictionary of Greek
κλινάρχης — κλινάρχης, ὁ (Α) αυτός που επιστατούσε και έβαζε σε τάξη τα κλινοειδή καθίσματα καθενός από εκείνους που συμμετείχαν στο συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek
κολοιάρχης — και κολοίαρχος, ὁ (Α) ο αρχηγός τών κολοιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοιός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, νομ άρχης. Ο τ. κολοίαρχος < κολοιός + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] … Dictionary of Greek
κοσμάρχης — κοσμάρχης, ὁ (Α) ο άρχοντας τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δασ άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek
κρατάρχης — κρατάρχης, ὁ (Μ) ηγεμόνας, αυτοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + ἄρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ληστάρχης — ληστάρχης, ὁ (ΑM) αρχιληστής, λήσταρχος, αρχηγός ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αρχης (< ἄρχω), πρβλ. κλιν άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek