- μον-άρχης
μον-άρχης, ὁ, = μόναρχος, Pol. 40, 3, 8, Luc. Phal. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-άρχης, ὁ, = μόναρχος, Pol. 40, 3, 8, Luc. Phal. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδεάρχης — ἰδεάρχης, ὁ (Μ) η πηγή τών ιδεών, η πηγή τής νόησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + άρχης (< άρχω), πρβλ. μον άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek
ιεράρχης — ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας) ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης (νεοελλ. μσν.) φρ. «οἱ Τρεῑς Ἱεράρχαι» οι τρεις επιφανείς πατέρες τής Εκκλησίας και θεολόγοι τού Δ αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
μονάρχης — Μια εντυπωσιακή ως προς τον χρωματισμό και το μέγεθος πεταλούδα της Βόρειας Αμερικής (είδος Danaus plexippus της οικογένειας των δαναϊδων της τάξης των λεπιδόπτερων). Έχει έκταση φτερών μέχρι 8 εκ. και σχηματίζει μεγάλα σμήνη που μετακινούνται… … Dictionary of Greek
PYTHAGORAS — I. PYTHAGORAS Euagorae filius, Diodor. l. 15. f. 460. recuperavit paternum regnum et bellô Persicô stetit a partibus Alexandri, Qu. Curt. l. 4. c. 3. II. PYTHAGORAS Exoletus, cui Nero, in modum sollemninium coniugiroum, denupsit, C. Lecaniô, M.… … Hofmann J. Lexicon universale
Αμπέρ, Αντρέ-Μαρί — (André Marie Ampére, Πολεμιέ ο Μον ντ’ Ορ, Λιόν 1775 Μασσαλία 1836). Γάλλος φυσικός, μαθηματικός, χημικός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Ο πατέρας του, Ζαν Ζακ Αμπέρ, ήταν έμπορος μεταξιού, ενώ ο ίδιος, προικισμένος με πρώιμη πνευματική ωριμότητα και … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek