νομάριον

νομάριον

νομάριον, τό, erkl. Hesych. σκεῦος τραγικόν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νομάριον — (I) νομάριον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεῡος τραγικόν». (II) νομάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού νομή 2. υποκορ. τού νόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος / νομή + υποκορ. κατάλ. άριον] …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”