- μονο-σταλής
μονο-σταλής, ές, ὁ κατὰ μόνας στελλόμενος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-σταλής, ές, ὁ κατὰ μόνας στελλόμενος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσταλής — ές (ΑΜ εὐσταλής, ές) με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία μσν. αρχ. ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος 2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.) 3. πρόσφορος, κατάλληλος 4. ευμεταχείριστος 5. άνετος,… … Dictionary of Greek