- μονο-στιβής
μονο-στιβής, ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-στιβής, ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοστιβής — ὁμοστιβής, ές (Α) 1. αυτός που βαδίζει στα ίδια ίχνη, που πορεύεται μαζί 2. μτφ. ο σύμφωνος με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στιβής (< στίβος, ὁ < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. μονο στιβής] … Dictionary of Greek