μονο-στέλεχος

μονο-στέλεχος

μονο-στέλεχος, dasselbe, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …   Dictionary of Greek

  • μονοστέλεχος — η, ο (Μ μονοστέλεχος, ον) (για φυτό) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στέλεχος, από έναν βλαστό μσν. (για τον ελέφαντα) μτφ. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει τα γόνατα, δύσκαμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στέλεχος (πρβλ. πολυ στέλεχος)] …   Dictionary of Greek

  • μονοστελέχης — μονοστελέχης, έλεχες (Α) (για φυτό) αυτός που έχει ένα μόνο στέλεχος, έναν βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. πολυ στελέχης] …   Dictionary of Greek

  • μονόκαυλος — μονόκαυλος, ον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο στέλεχος, μονοκάλαμος (τῶν ποωδῶν τὰ μὲν πολύκαυλα, τὰ δὲ μονόκαυλα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + καυλός «στέλεχος, καλάμι»] …   Dictionary of Greek

  • μονοστόρθυγξ — μονοστόρθυγξ, υγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στόρθυγξ «άκρο»] …   Dictionary of Greek

  • μονόδροπος — μονόδροπος, ον (Α) (για άγαλμα) αυτός που είναι κομμένος από ένα και μόνο στέλεχος, μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. νεό δροπος, ωμό δροπος] …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”