νομιμότης

νομιμότης

νομιμότης, ητος, ἡ, Gesetzlichkeit, Gesetzmäßigkeit, Iambl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νομιμότης — observance of law fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητα — νομιμότης observance of law fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητι — νομιμότης observance of law fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητος — νομιμότης observance of law fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”