- μονιμότης
μονιμότης, ητος, ἡ, die Dauer, Festigkeit, Beharrlichkeit, Treue, Procl. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονιμότης, ητος, ἡ, die Dauer, Festigkeit, Beharrlichkeit, Treue, Procl. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονιμότης — constancy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμότητα — μονιμότης constancy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμότητι — μονιμότης constancy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμότητος — μονιμότης constancy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιμότητα — η (Α μονιμότης) [μόνιμος] η ιδιότητα τού μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια νεοελλ. το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και τη συναφή νομοθεσία εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων,… … Dictionary of Greek
ՄԻԵՂԻՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0275 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. τὸ ἐνιαῖον singularitas, unitas եւ μονιμότης permansio. Միեղէն գոլն. միութիւն. եզականութիւն. եւ Միասնականութիւն. եւ Միաբանութիւն. եւ Միօրինակ յարակայութիւն. *Զմիեղինութիւն բաժակին ամենեցուն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)