νομεύω — (ΑΜ, Μ και [ἀ]νομεύ[γ]ω) [νομεύς] διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω («ὅσα χωρία... νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ δούκας», Χρον. Μoρ.) μσν. 1. μεταβιβάζω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος ή παρέχω σε… … Dictionary of Greek
νομεύω — put to graze pres subj act 1st sg νομεύω put to graze pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομεύσῃ — νομεύω put to graze aor subj mid 2nd sg νομεύω put to graze aor subj act 3rd sg νομεύω put to graze fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομεύει — νομεύω put to graze pres ind mp 2nd sg νομεύω put to graze pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομεύοντα — νομεύω put to graze pres part act neut nom/voc/acc pl νομεύω put to graze pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομεύουσι — νομεύω put to graze pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νομεύω put to graze pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομεύσομεν — νομεύω put to graze aor subj act 1st pl (epic) νομεύω put to graze fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμευε — νομεύω put to graze pres imperat act 2nd sg νομεύω put to graze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόμευον — νομεύω put to graze imperf ind act 3rd pl νομεύω put to graze imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομευσῶ — νομεύω put to graze fut ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομεύειν — νομεύω put to graze pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)