νομικός

νομικός

νομικός, die Gesetze betreffend, gesetzlich; ἐν τοιούτοις ἤϑεσι τέϑραφϑε νομικοῖς, Plat. Legg. I, 625 a; δίκαιον, dem φυσικόν entggstzt, Arist. eth. 5, 7; öfter bei Sp., wie N. T.; besonders = in den Gesetzen erfahren, rechtskundig, Alexis in Phot. lex., der ἐπιστήμων τῶν νόμων erklärt, u. Sp., wie Plut. Sull. 36; τὸν νομικὸν κάλει, Agath. 69 (XI, 382). Bei Plat. Muos 317 e spielt es in die Bdtg »vertheilend« hinüber; ἡ νομική, die Rechtswissenschaft, Rechtskunde, Sp.; auch adv. νομικῶς, gesetzlich, Arist. eth. 8, 7; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νομικός — relating to laws masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομικός — ή, ό, θηλ. και ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, ή, όν) [νόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.) 2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • νομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νόμους: Αυτό είναι νομικό θέμα. 2. αυτός που υπάρχει κατά το νόμο: Τα σωματεία είναι νομικά πρόσωπα. 3. ως ουσ., νομικός, ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη, την ερμηνεία και εφαρμογή των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νομικός, Χριστόφορος — (1883 – 1951). Ιστορικός συγγραφέας. Ο Χ.Ν. είναι ο μόνος Έλληνας ιστορικός που ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ιστορία των Αράβων. Ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και, παράλληλα προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, ενδιαφέρθηκε αρχικά με …   Dictionary of Greek

  • νομικά — νομικός relating to laws neut nom/voc/acc pl νομικά̱ , νομικός relating to laws fem nom/voc/acc dual νομικά̱ , νομικός relating to laws fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομικώτερον — νομικός relating to laws adverbial comp νομικός relating to laws masc acc comp sg νομικός relating to laws neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομικῶν — νομικός relating to laws fem gen pl νομικός relating to laws masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομικόν — νομικός relating to laws masc acc sg νομικός relating to laws neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομικώτατα — νομικός relating to laws adverbial superl νομικός relating to laws neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοβοήθεια — Νομικός όρος που σημαίνει το δικαίωμα που έχει ένα άτομο να υπερασπίζεται τον εαυτό του, όταν η ζωή του ή η ελευθερία του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας των εχθρικών ενεργειών κάποιου άλλου ή άλλων ατόμων. Η α. αποτελεί, κατ’ επέκταση, δικαίωμα… …   Dictionary of Greek

  • δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”