- νομευτικός
νομευτικός, den Hirten betreffend; τέχνη, Plat. Polit. 267 b, die Kunst des Hirten; Sp., wie Ael. H. A. 9, 31. 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομευτικός, den Hirten betreffend; τέχνη, Plat. Polit. 267 b, die Kunst des Hirten; Sp., wie Ael. H. A. 9, 31. 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομευτικός — pastoral masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομευτικός — ή, ό (Α νομευτικός, ή, όν) [νομεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, ποιμενικός νεοελλ. κατάλληλος για βοσκή («νομευτικά φυτά») αρχ. 1. έμπειρος στη βοσκή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νομευτική η τέχνη να βόσκει κάποιος … Dictionary of Greek
νομευτικῶν — νομευτικός pastoral fem gen pl νομευτικός pastoral masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομευτικόν — νομευτικός pastoral masc acc sg νομευτικός pastoral neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομευτικοῖς — νομευτικός pastoral masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομευτικοί — νομευτικός pastoral masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομευτικῆς — νομευτικός pastoral fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομευτικήν — νομευτικός pastoral fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομευτικῷ — νομευτικός pastoral masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγύδαρις — η (AM μαγύδαρις) νεοελλ. βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, τής Ισπανίας, τής Σικελίας και τής ΒΔ. Αφρικής μσν. αρχ. το φυτό πράγκος ο νομευτικός αρχ. ο καρπός, η ρίζα ή ο χυμός τού σιλφίου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek