- βλαισο-πόδης
βλαισο-πόδης, Suid., u. βλαισό-πους, ουν, οδος, mit auswärts gekrümmten Füßen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλαισο-πόδης, Suid., u. βλαισό-πους, ουν, οδος, mit auswärts gekrümmten Füßen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθοπόδης — ὀρθοπόδης, ὁ (Α) ὀρθόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. βλαισο πόδης] … Dictionary of Greek