- μον-αύλιος
μον-αύλιος, allein lebend, einsam, βίος, Suid. v. Λουκιανός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-αύλιος, allein lebend, einsam, βίος, Suid. v. Λουκιανός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοναύλιος — μοναύλιος, ον (Α) αυτός που ζει μόνος του, ο άγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(o) * + αὔλιος (< αὐλή)] … Dictionary of Greek