βομβύλιος

βομβύλιος

βομβύλιος, (wie auch das vorige zuweilen falsch geschr. wird), = βόμβυξ, Arist. H. A. 5, 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βομβυλιός — buzzing insect masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βομβυλιός — ο (AM βομβυλιός και βομβύλιος) γένος Δίπτερων Εντόμων της οικογένειας Bombyliidae αρχ. 1. ο βόμβυξ, η χρυσαλλίδα του μεταξοσκώληκα 2. στενόλαιμο αγγείο από το οποίο το υγρό βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβυλιός με τη σημ.… …   Dictionary of Greek

  • βομβυλιοῦ — βομβυλιός buzzing insect masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βομβυλιούς — βομβυλιός buzzing insect masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βομβυλιόν — βομβυλιός buzzing insect masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BOMBYLIUS seu BOMBYX quoque — BOMBYLIUS, seu BOMBYX quoque Graece Βομβυλιὸς, e genere vesparum seu apum, ceram facere dicitur Plinio l. 11. c. 22. qui eam male confundit cum bombyce, quae ex etucarum genere est et bombycinum a se gignit. Bombyx enim, quae ceram facit, telam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …   Dictionary of Greek

  • κυρίλλιον — κυρίλλιον, τὸ (Α) στενόλαιμο αγγείο από το οποίο το υγρό βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο, αλλ. βομβύλιος …   Dictionary of Greek

  • μπάμπουρας — Κοινή ονομασία του εντόμου Bombus της οικογένειας των απίδων της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι συγγενές είδος με τη μέλισσα με την οποία μοιάζει πολύ στη μορφή και στις συνήθειες, εκτός από το μέγεθος, γιατί συχνά ξεπερνά τα 22 χιλιοστά σε μήκος.… …   Dictionary of Greek

  • ԲՈՄԲԻՒԼՈՍ — (ի.) NBH 1 504 Chronological Sequence: Early classical գ. Բաջ յն. βομβύλιος, βομβύλιον, βομβύλη, βόμβυξ bombylis, bombys Շերամ որդն՝ յորմէ լինի մետաքս. իփէկի որդը. *Ի սկզբանն ասեն ʼի կերպարանս թրթրոյ երեւի փոքրիկ. եւ յետոյ ասեն գայ լինի ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՇԵՐԱՍ — ( ) NBH 2 0476 Chronological Sequence: Early classical գ. ՇԵՐԱՍ կամ ՇԷՐԱՍ. σῆρις, σήρ seris βομβύλιος bombix. ըստ յետնոց Շերամ. յն. սի՛րիս. լտ. սէ՛րիս. Որդն մետաքսագործ. բոմբիւլոս. իփէկ կամ իպրիղ իմ պէօճէյի. *Զհնդիկ որդնէ այսպէս ասեն. քանզի յայնմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”