- μον-αύλιον
μον-αύλιον, τό, dim. zu μόναυλος, Posid. b. Ath. IV, 176 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-αύλιον, τό, dim. zu μόναυλος, Posid. b. Ath. IV, 176 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαύλιον — τὸ, Α προανάκρουσμα με αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αὐλός (πρβλ. μον αύλιον)] … Dictionary of Greek