- βλεφαρίζω
βλεφαρίζω, blinzeln. Schol. Ar. Equ. 292 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλεφαρίζω, blinzeln. Schol. Ar. Equ. 292 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλεφαρίζω — (Α) [βλέφαρον] κλείνω το μάτι, πονηρά, σε κάποιον … Dictionary of Greek
βλεφαρίζω — ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα: Όταν κουράζονται τα μάτια μου βλεφαρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλεφαρίζειν — βλεφαρίζω wink pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek