μοιχός

μοιχός

μοιχός, , Ehebrecher, Buhler; Soph. fr. 708; Ar. Th. 343 Plut. 168; Plat. Conv. 191 b; Xen. Mem. 2, 1, 5; Sp., wie Luc. oft. – Auch eine Art, das Haar glatt weg zu scheeren, wie man es bei den ertappten Ehebrechern machte, κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ, Ar. Ach. 814. (Nach Einigen verwandt mit μίχω, mejo, nach Anderen, wohl richtiger, mit μυχός, μύχιος.)


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μοιχός — adulterer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

  • μοιχός — ο θηλ. μοιχαλίδα ο παντρεμένος που παραβαίνει τη συζυγική πίστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοιχοί — μοιχός adulterer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχούς — μοιχός adulterer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχέ — μοιχός adulterer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχόν — μοιχός adulterer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχάς — μοιχάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [μοιχός] (θηλ. τού μοιχός) 1. μοιχική («μοιχάς εὐνή», Τζέτζ.) 2. (δ. γρφ.) μοιχαλίδα …   Dictionary of Greek

  • μοιχή — μοιχή, ἡ (Α) [μοιχός] (σπάν. θηλ. τού μοιχός) η μοιχαλίδα …   Dictionary of Greek

  • μοιχίς — μοιχίς, ίδος, ἡ (Α) [μοιχός] (σπάν. θηλ. τού μοιχός) μοιχαλίδα …   Dictionary of Greek

  • μοιχεύω — (ΑΜ μοιχεύω) [μοιχός] διαπράττω μοιχεία, παραβαίνω τη συζυγική πίστη, είμαι μοιχός, συνευρίσκομαι με έγγαμη γυναίκα («οὐ μοιχεύσεις», ΠΔ) μσν. 1. (για ζώα) συνουσιάζομαι 2. μτφ. α) μολύνω ηθικά β) παραποιώ, αλλοιώνω, διατρέφω (μσν. αρχ.)1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”