βλεφαρίτιδες

βλεφαρίτιδες

βλεφαρίτιδες, τρίχες, Haare der Augenwimpern, Paul. Aeg.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλεφαρίτιδες — βλεφαρί̱τιδες , βλεφαρῖτις of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλεφαρίτιδα — Φλεγμονή του ελεύθερου χείλους των βλεφάρων, στο σημείο που φυτρώνουν οι βλεφαρίδες. Διακρίνονται διάφορες μορφές β. (πιτυριδώδης, εξελκωτική κ.ά.), που γενικά επηρεάζονται ευνοϊκά από χλιαρές κομπρέσες βορικού οξέος 5% καθώς και από οφθαλμικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”