μητρο-φόνος

μητρο-φόνος

μητρο-φόνος, die Mutter mordend; δύα, Aesch. Eum. 258; subst., der Muttermörder, 246.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεκροφόνος — νεκροφόνος, ὁ (Α) αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φόνος (< φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • μιαιφόνος — ο(ν) (ΑΜ μιαιφόνος και μιηφόνος ον) ο μιασμένος από φόνο, ο ένοχος για φόνο νεοελλ. (και για ξίφος) φονικός, αιματοβαμμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαιφόνον διάπραξη φόνου αρχ. 1. (συν. ως επίθ. τού θεού Αρη) αιμοχαρής, αιμοδιψής, δολοφονικός 2 …   Dictionary of Greek

  • τυραννοφόνος — ον, ΜΑ αυτός που φονεύει τυράννους, τυραννοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + φόνος (< φόνος < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • -φόντης — Α β συνθετικό διαφόρων λέξεων, που δηλώνει τον φονέα, εκείνον που σκοτώνει (πρβλ. ἀνδρο φόντης, Ἀργει φόντης, βροτο φόντης, μητρο φόντης κ.ά.) [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *ghwen «χτυπώ» του ρ. θείνω, κατ …   Dictionary of Greek

  • πατροφόντης — ὁ, ἡ, Α πατροφόνος (α. «τὸν πατροφόντην, τὸν ἀσεβη μ ἀπολλύναι», Σοφ. β. «τῆς πατροφόντου μητρός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. μητρο φόντης] …   Dictionary of Greek

  • χριστοφόντης — ὁ, Α εκκλ. χριστοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + φόντης (< θείνω «φονεύω», με φωνηεντισμό ο , κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. μητρο φόντης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”