- μητρο-φόντης
μητρο-φόντης, ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1587 Andr. 1000.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρο-φόντης, ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1587 Andr. 1000.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-φόντης — Α β συνθετικό διαφόρων λέξεων, που δηλώνει τον φονέα, εκείνον που σκοτώνει (πρβλ. ἀνδρο φόντης, Ἀργει φόντης, βροτο φόντης, μητρο φόντης κ.ά.) [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *ghwen «χτυπώ» του ρ. θείνω, κατ … Dictionary of Greek
πατροφόντης — ὁ, ἡ, Α πατροφόνος (α. «τὸν πατροφόντην, τὸν ἀσεβη μ ἀπολλύναι», Σοφ. β. «τῆς πατροφόντου μητρός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. μητρο φόντης] … Dictionary of Greek
χριστοφόντης — ὁ, Α εκκλ. χριστοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + φόντης (< θείνω «φονεύω», με φωνηεντισμό ο , κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. μητρο φόντης] … Dictionary of Greek