μητρο-τύπτης

μητρο-τύπτης

μητρο-τύπτης, ὁ, = μητραλοίας, Hesych. v. ἀλοιάω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατροτύπτης — ὁ, Α αυτός που χτυπά τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τύπτης (< τύπτω), πρβλ. μητρο τύπτης] …   Dictionary of Greek

  • στερνοτύπτης — ὁ, Α αυτός που χτυπά το στήθος του, στερνοκτύπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + τύπτης (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μητρο τύπτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”