- μητρο-φθόρος
μητρο-φθόρος, die Mutter verderbend, mordend, Ep. ad. 633 (IX, 498).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρο-φθόρος, die Mutter verderbend, mordend, Ep. ad. 633 (IX, 498).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηοφθόρος — νηοφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός, «πλοίο» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
σαρκοφθόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
σιτοφθόρος — ον, Μ αυτός που καταστρέφει το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο φθόρος] … Dictionary of Greek