- βορβορ-όπη
βορβορ-όπη, Mistloch, Eust. 862, 50; od. -ῶπις, ἡ, mit einem Mistgesicht, πόρνη Archil. u. Hippon. in VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βορβορ-όπη, Mistloch, Eust. 862, 50; od. -ῶπις, ἡ, mit einem Mistgesicht, πόρνη Archil. u. Hippon. in VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… … Dictionary of Greek