- μορμορ-ωπός
μορμορ-ωπός, schrecklich von Aussehen, Ar. Ran. 923; bei Suid. μορμ υρωπός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορμορ-ωπός, schrecklich von Aussehen, Ar. Ran. 923; bei Suid. μορμ υρωπός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορμυρωπός — μορμυρωπός, όν (Α) αυτός που έχει οφθαλμούς απλανείς, ακίνητους χωρίς βλέφαρα, όπως το ψάρι μορμύρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος «μουρμούρα» + ωπός(< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. μορμορ ωπός] … Dictionary of Greek