- βορβορυγή
βορβορυγή, ἡ, Hesych., = folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βορβορυγή, ἡ, Hesych., = folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
BAUCALIS — Graece βαυκάλις, cognomen Alexandri cuiusdam Presbyteri, apud Philostorgium l. 1. c. 4. sic dicta διὰ τὸ σαρκὸς ὑπερτραφοῦς ὄγκου ὑπὸ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ σεσωρευμένον, ἄγτους ὁςτρακίνου ἐκμιμεῖςθαι χῆμα, ἅπερ οὖν Βαυκάλας ἐπιχωρίως Α᾿λεξανδρεῖς… … Hofmann J. Lexicon universale
κορκορυγή — κορκορυγή, ἡ (Α) υπόκωφος θόρυβος, βοή («κορκορυγαὶ δ ἀνὰ ἄστυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Το θ. κορ πιθ. < κόραξ και ο σχηματισμός κατά τα βορβορυγή, ολολυγή] … Dictionary of Greek