δί-μετρος

δί-μετρος

δί-μετρος, aus zwei Maaßen od. zwei Versfüßen bestehend, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέτρος — το (Μ μέτρος) βλ. μέτρο …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • ισόμετρος — η, ο (ΑΜ ἰσόμετρος, ον) 1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο 2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός μσν. αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις (μσν. αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.) αρχ. αυτός που έχει το ίδιο …   Dictionary of Greek

  • κακόμετρος — κακόμετρος, ον (Α) 1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο 2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονό μετρος, ομοιό μετρος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρμετρος — η, ο / ὑπέρμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός 2. (μετρ.) αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες ή αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών μετρικών κανόνων. επίρρ... υπερμέτρως / ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν… …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιτριακοντάμετρος — ὀκτωκαιτριακοντάμετρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος τριάντα οκτώ μέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + τριάκοντα + μετρος (< μέτρον), πρβλ. οκτά μετρος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόμετρος — ὁμοιόμετρος, ον (Α) κατασκευασμένος με όμοιο μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονό μετρος] …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιτριακοντάμετρος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τριάντα πέντε μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί τριάκοντα «τριανταπέντε» + μετρος (< μέτρον), πρβλ. πεντά μετρος] …   Dictionary of Greek

  • πολύμετρος — ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών μέτρων 2. αυτός που αποτελείται από πολλά μέτρα, από πολλούς στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μετρος (< μέτρον), πρβλ. βραχύ μετρος] …   Dictionary of Greek

  • πρόμετρος — η, ο / πρόμετρος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόμετρο το ακραίο τμήμα τού σχοινιδίου τού δρομομέτρου τών πλοίων αρχ. 1. μακρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόμετρον η προηγούμενη μονάδα μέτρησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μετρος (< μέτρον), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”