- δί-μιτρος
δί-μιτρος, mit zwei μίτραι; καυσία Plut. Dem. 41, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-μιτρος, mit zwei μίτραι; καυσία Plut. Dem. 41, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκόμιτρος — ον, Α (ποιητ. τ.) χαλκομίτρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + μιτρος (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. εὔ μιτρος] … Dictionary of Greek
χρυσόμιτρος — ον, Α χρυσομίτρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μιτρος (< μίτρα), πρβλ. χαλκό μιτρος] … Dictionary of Greek