- δί-ξεστον
δί-ξεστον, τό, zwei ξέσται enthaltend, Schol. Ar. Th. 347.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-ξεστον, τό, zwei ξέσται enthaltend, Schol. Ar. Th. 347.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξεστόν — ξεστός hewn masc acc sg ξεστός hewn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφόλκαιο — τὸ (Α ἐφόλκαιον) νεοελλ. (πυροβολ.) δίτροχο όχημα που έλκεται από τετράτροχο το οποίο καλείται προολκαίο («εφόλκαίο τού βλητοφόρου») αρχ. πιθ. πηδάλιο («ξεστὸν ἐφόλκαιον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + ὁλκαῖον (< ἕλκω)] … Dictionary of Greek