- δί-κορσος
δί-κορσος, zweiköpfig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-κορσος, zweiköpfig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορσός — κορσός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κορμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ σ που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ τής ρίζας κερ (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση σ . Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., τού οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ.… … Dictionary of Greek
κορσός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορσοί — κορσός masc nom/voc pl κορσόω pres subj mp 2nd sg κορσόω pres ind mp 2nd sg κορσόω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορσούς — κορσός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορσόν — κορσός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek
πυρσόκορσος — ον, Α 1. ο πυρσόκομος* 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυρσοκόρσου λέοντος πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου». [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κορσος (< κόρση «κόμη τών κροτάφων»), πρβλ. δοχμό κορσος] … Dictionary of Greek
CIRRI — apud Iuvenal. Sat. 13. v. 165. Caerula quis stupuit Germani lumina, flavam Caesariem, et madidô torquentem cornua cirrô? Et Tertullian. de Virgin. vel. Debebunt et ipsi aliqua insignia sibi defendere, aut pennas Garamantum, aut stropulos… … Hofmann J. Lexicon universale
κορσώ — κορσῶ, όω (Α) [κορσός] (κατά τον Ησύχ.) κείρω, κουρεύω … Dictionary of Greek
κορσῶν — κόρση temple fem gen pl κόρσης who shaved his beard masc gen pl κορσός masc gen pl κορσόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) κορσόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κορσόω pres part act masc nom sg κορσόω pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)