- δί-ενος
δί-ενος, zweijährig, Theophr., σπέρματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-ενος, zweijährig, Theophr., σπέρματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕνος — belonging to the former of two periods masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek
ἑνός — εἷς sem masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐξ ἑνός πηλοῦ. — ἐξ ἑνός πηλοῦ. См. Одного помета … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες. — ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες. См. Единогласно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔξ ἑνὸς τὰ πάντ’ ὅρα. — См. На один копыл чорт всех ляхов покроил … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἕνα — ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) εἷς sem masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υμήν — ένος, ὁ, Α 1. ο θεός τού γάμου, ο Υμέναιος·2. (ως προσηγορικό) το γαμήλιο άσμα, ο υμέναιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι ταυτόσημη με την ὑμήν, ένος (βλ. λ. υμένας), υπαινισσόμενη μέσω τού γαμήλιου άσματος τα τυπικά που… … Dictionary of Greek
πλατυαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατύ αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + αὐχήν, ένος] … Dictionary of Greek
πολυαύχην — ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ πολυαύχενος μσν. αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐχήν, ένος (πρβλ. ερι αύχην … Dictionary of Greek