είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… … Dictionary of Greek
εἰμί — εἰμι , εἰμί sum pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴμι — εἰμι , εἰμί sum pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἷμι — εἶμι , εἶμι ibo pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειμι — εἰμί sum pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰμι — εἰμί sum pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἶμι — ibo pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειμί — βλ. είμαι … Dictionary of Greek
Οὐ μάντις ἐιμἰ τ’ ἀφανῆ γνῶσαι σαφῶς. — οὐ μάντις ἐιμἰ τ’ ἀφανῆ γνῶσαι σαφῶς. См. Эдип … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἰόν — εἶμι ibo pres part act masc voc sg εἶμι ibo pres part act neut nom/voc/acc sg εἰμί sum pres part act masc voc sg (doric) εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἰός 1 arrow masc acc sg ἰός 1 arrow neut nom/voc/acc sg ἰ̱όν , ἰός 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόντα — εἶμι ibo pres part act masc acc sg εἶμι ibo pres part act neut nom/voc/acc pl εἰμί sum pres part act masc acc sg (doric) εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)