- δί-κεντρος
δί-κεντρος, mit zwei Stacheln, σκορπίων Ael. H. N. 6, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-κεντρος, mit zwei Stacheln, σκορπίων Ael. H. N. 6, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύκεντρος — εὔκεντρος, ον (Α) αυτός που έχει καλό κέντρον, αιχμηρός, οξύς, σουβλερός («εὔκεντρον βέλος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεντρος (< κέντρον), πρβλ. μακρό κεντρος, οπισθό κεντρος] … Dictionary of Greek
ημίκεντρος — ἡμίκεντρος, ον (Α) αυτός που κείται μεταξύ δύο κύριων σημείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κεντρος (< κέ ντρον), πρβλ. από κεντρος, ομό κεντρος] … Dictionary of Greek
μακρόκεντρος — η, ο (Α μακρόκεντρος, ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας braconidae αρχ. 1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῡτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.) 2. (για καρπούς,… … Dictionary of Greek
ολόκεντρος — (I) ολόκεντρος, ον (Α) καλυμμένος με αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλος + κεντρος (< κέντρον), πρβλ. μακρό κεντρος]. (II) ο ζωολ. γένος βερικόμορφων οστεοϊχθύων τής οικογένειας ολοκεντρίδες … Dictionary of Greek
Mount Kedros — Mount Kedros … Wikipedia
μυριόκεντρος — μυριόκεντρος, ον (Μ) αυτός που έχει μύρια, αναρίθμητα κεντριά («σκορπίε μυριόκεντρε», Κ. Μανασσ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κεντρος (< κεντρί)] … Dictionary of Greek
ομόκεντρος — η, ο (Α ὁμόκεντρος, ον) (για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων… … Dictionary of Greek
παράκεντρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα, κοντά στο κέντρο 2. το ουδ. ως ουσ. το παράκεντρο μαθημ. το εξωτερικό σημείο ενός τριγώνου, από όπου διέρχονται η εσωτερική διχοτόμος μιας γωνίας του και οι εξωτερικές διχοτόμοι τών δύο άλλων 3. φρ. «παράκεντρο… … Dictionary of Greek
τρίκεντρον — τὸ, Α σφαιρικό τρίγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κέντρον (πρβλ. ἡμί κεντρος)] … Dictionary of Greek