δί-γνωμος

δί-γνωμος

δί-γνωμος, zweifelhaft, Simplic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηριόγνωμος — θηριόγνωμος, ὁ (Μ) αυτός που έχει φρόνημα θηρίου, σκληρός, θηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος, πολύ γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • κακόγνωμος — η, ο (Μ κακόγνωμος, ον) 1. κακόβουλος, 2. δύστροπος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόγνωμον 1. κακός χαρακτήρας, κακία 2. δυστροπία. επίρρ... κακόγνωμα με κακόγνωμο τρόπο, κακόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος,… …   Dictionary of Greek

  • καλλίγνωμος — καλλίγνωμος, ον (Μ) ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. αλλοτριό γνωμος, δολιό γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • καλόγνωμος — η, ο (Μ καλόγνωμος, ον) 1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση 2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν) η καλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος, αλλοτριό γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • πολύγνωμος — η, ο / πολύγνωμος, ον ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει πολλές γνώμες 2. αυτός που έχει πολλές και διαφορετικές γνώμες πάνω σε ένα θέμα και δεν μπορεί να αποφασίσει, αναποφάσιστος («πάρε μια απόφαση, μην είσαι πολύγνωμος») αρχ. πολυγνώμων*. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ετερόγνωμος — ἑτερόγνωμος, ον (Α) αυτός που έχει διαφορετική ή αντίθετη γνώμη. επίρρ... ἑτερογνώμως με διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. διχό γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντόγνωμος — λεοντόγνωμος, ον (AM) αυτός που έχει σκέψη λιονταριού, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. διχό γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • μονόγνωμος — και μόγνωμος, η, ο αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, ομόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύ γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • ομόγνωμος — η, ο (Α ὁμόγνωμος, ον) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμόγνωμον ομοθυμία. επίρρ... ὁμογνώμως (Α) με σύμφωνη γνώμη, με την ίδια γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύ γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • σκυλόγνωμος — η, ο, Ν αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του θέληση, επιμονή και αποφασιστικότητα, πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύ γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • σύγγνωμος — ὁ, Α αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. δί γνωμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”