- δίκασις
δίκασις, ἡ, das Richten, Rechtsprechen, Schol. Ar. Plut. 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίκασις, ἡ, das Richten, Rechtsprechen, Schol. Ar. Plut. 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικάσει — δίκασις exercise of the function of a fem nom/voc/acc dual (attic epic) δικάσεϊ , δίκασις exercise of the function of a fem dat sg (epic) δίκασις exercise of the function of a fem dat sg (attic ionic) δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσεις — δίκασις exercise of the function of a fem nom/voc pl (attic epic) δίκασις exercise of the function of a fem nom/acc pl (attic) δικάζω Bis Acc. aor subj act 2nd sg (epic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαση — η (AM δίκασις) [δικάζω] εκδίκαση αρχ. μσν. ποινή, τιμωρία … Dictionary of Greek
δικάσιμος — η, ο (AM δικάσιμος, ον) [δίκασις] Ι. 1. ο προσδιορισμένος για δίκη, αυτός που μπορεί να δικαστεί 2. το θηλ. ως ουσ. η δικάσιμος η ημέρα που καθορίζεται για τη διεξαγωγή τής δίκης το ουδ. ως ουσ. το δικάσιμο (Μ δικάσιμον) κρίση, δίκη μσν. 1.… … Dictionary of Greek
δικάσεως — δικάσεω̆ς , δίκασις exercise of the function of a fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσῃ — δικάσηι , δίκασις exercise of the function of a fem dat sg (epic) δικάζω Bis Acc. aor subj mid 2nd sg δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd sg δικάζω Bis Acc. fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)