- δίκτυς
δίκτυς, ὁ, nach Hesych. lakon. = ἰκτῖνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίκτυς, ὁ, nach Hesych. lakon. = ἰκτῖνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δίκτυς — Δίκτῡς , Δίκτυς masc/fem acc pl Δίκτυς masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκτυς — δίκτῡς , δίκτυς fem acc pl δίκτυς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκτυς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, καταγόταν από την Κνωσό και έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με τον βασιλιά της Κρήτης Ιδομενέα. Στον Δ. αποδίδεται η συγγραφή ενός ιστορικού έργου για τον πόλεμο αυτό, χειρόγραφο του οποίου… … Dictionary of Greek
Δίκτυ — Δίκτυς masc/fem voc sg Δίκτυς neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκτυα — Δίκτυς neut nom/voc/acc pl Δίκτυς masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δικτύων — Δίκτυς gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκτυ — δίκτυς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκτυας — Δίκτυς masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκτυας — δίκτυς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκτυες — Δίκτυς masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκτυες — δίκτυς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)