- δί-κτυπος
δί-κτυπος, ἠχώ, doppelt tönend, Nonn. D. 10, 225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δί-κτυπος, ἠχώ, doppelt tönend, Nonn. D. 10, 225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτύπος — crash masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
κτύπε — κτύπος crash masc voc sg κτυπέω crash aor imperat act 2nd sg (epic) κτυπέω crash aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύποι — κτύπος crash masc nom/voc pl κτύποῑ , κτυπέω crash aor opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύποις — κτύπος crash masc dat pl κτυπέω crash aor opt act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπον — κτύπος crash masc acc sg κτυπέω crash aor ind act 3rd pl (epic) κτυπέω crash aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπου — κτύπος crash masc gen sg κτυπέω crash aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπους — κτύπος crash masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπων — κτύπος crash masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπῳ — κτύπος crash masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόκτυπος — θεόκτυπος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με κτύπους τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. αλί κτυπος βαρύ κτυπος] … Dictionary of Greek