- δάνειον
δάνειον, τό, als Darlehn gegebenes od. empfangenes Geld, Arist. Eth. 9, 2; ἀπαιτεῖν, ἀποδιδόναι, Dem. 34. 12 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάνειον, τό, als Darlehn gegebenes od. empfangenes Geld, Arist. Eth. 9, 2; ἀπαιτεῖν, ἀποδιδόναι, Dem. 34. 12 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάνειον — loan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείω — δάνειον loan neut nom/voc/acc dual δάνειον loan neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείοις — δάνειον loan neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείου — δάνειον loan neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείων — δάνειον loan neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείῳ — δάνειον loan neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνεια — δάνειον loan neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνιον — δάνειον loan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VERSURA — apud Tertullian. de Pallio, c. 2. Denique, si quid mare diluit, caelum texit gladius detotondit, alias Versura compensati redit: est τὸ ἀντιςτρέφον vel ἡ ἀντιςτροφὴ, ut Graeci Calculones vocant, sic appellantes id, quod summae alicui deest, et… … Hofmann J. Lexicon universale
долг — род. п. долга, должен, укр. довг, блр. доўг, ст. слав. длъгъ χρέος, δάνειον, ὀφείλημα (Супр.), болг. дълг(ът), сербохорв. ду̑г, словен. dȏɫg, чеш. dluh, слвц. dlh, польск. dɫug, в. луж. doɫh, н. луж. dɫug. Праслав. *dьlgь родственно гот. dulgs… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek