- δάνεισμα
δάνεισμα, τό, dasselbe, Plat. Legg. IV, 717 c u. Folgde; δ. ποιεῖσϑαι, eine Anleihe machen, Thuc. 1, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάνεισμα, τό, dasselbe, Plat. Legg. IV, 717 c u. Folgde; δ. ποιεῖσϑαι, eine Anleihe machen, Thuc. 1, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάνεισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνεισμα — το (AM δάνεισμα) [δανείζω] ο δανεισμός αρχ. 1. η παροχή 2. φρ. «δάνεισμα ποιοῡμαι» δανείζομαι … Dictionary of Greek
δανεισμάτων — δάνεισμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείσμασι — δάνεισμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείσμασιν — δάνεισμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείσματα — δάνεισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείσματι — δάνεισμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείσματος — δάνεισμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭМПОРИЙ, ЭМПОРЫ — •Emporīum, Emporĭae, Έμπορει̃ον и Έμπόριαι, город и гавань индигетов в Hispania Tarraconensis там, где Пиренейские горы граничат со Средиземным… … Реальный словарь классических древностей
Торговец — • Έμπορος (εμπορία, ср. Mercatura, Торговля), оптовый торговец, отличается от αυτοπώλης и κάπηλος. Αυτοπώλης продает им самим выработанные товары, как, напр., поселянин, привозящий в город деревенские продукты, ремесленник,… … Реальный словарь классических древностей
ημεροδάνεισμα — το δάνειο που παρέχεται με ημερήσιο τόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) + δάνεισμα (< δανείζω)] … Dictionary of Greek