- δάμασις
δάμασις, ἡ, die Bändigung, Schol. Pind. Ol. 13, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάμασις, ἡ, die Bändigung, Schol. Pind. Ol. 13, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάμασις — taming fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμασις — η βλ. δάμαση … Dictionary of Greek
δαμάσει — δάμασις taming fem nom/voc/acc dual (attic epic) δαμάσεϊ , δάμασις taming fem dat sg (epic) δάμασις taming fem dat sg (attic ionic) δαμά̱σει , δαμάω aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) δαμά̱σει , δαμάω fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσεις — δάμασις taming fem nom/voc pl (attic epic) δάμασις taming fem nom/acc pl (attic) δαμά̱σεις , δαμάω aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) δαμά̱σεις , δαμάω fut ind act 2nd sg (doric aeolic) δαμάζω overpower aor subj act 2nd sg (epic) δαμάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαση — η (AM δάμασις) [δαμάζω] το δάμασμα … Dictionary of Greek
δαμάσεως — δαμάσεω̆ς , δάμασις taming fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσῃ — δαμάσηι , δάμασις taming fem dat sg (epic) δαμά̱σῃ , δαμάω aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) δαμά̱σῃ , δαμάω aor subj act 3rd sg (doric aeolic) δαμά̱σῃ , δαμάω fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) δαμάζω overpower aor subj mid 2nd sg δαμάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμασ' — δάμασι , δάμασις taming fem voc sg δάμᾱσαι , δαμάω aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) δάμασαι , δαμάζω overpower aor imperat mid 2nd sg δάμασα , δαμάζω overpower aor ind act 1st sg (homeric ionic) δάμασε , δαμάζω overpower aor ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)