δάμαρ — ( αρτος), η (Α) η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάμαρ ( αρτος) (< *dm ) συνδέεται με τη λ. δόμος «σπίτι» (< *dom ), αλλά διχάζονται οι απόψεις για το τελικό αρ άλλοι θεωρούν τον τ. δάμαρ ως αρχ. ουδέτερο παρεκτεταμένο τ. με γ και επίθημα t (πρβλ.… … Dictionary of Greek
δάμαρ — wife fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρσιν — δάμαρ wife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτα — δάμαρ wife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτες — δάμαρ wife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτι — δάμαρ wife fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτος — δάμαρ wife fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρθ' — δάμαρτα , δάμαρ wife fem acc sg δάμαρτι , δάμαρ wife fem dat sg δάμαρτε , δάμαρ wife fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμαρτ' — δάμαρτα , δάμαρ wife fem acc sg δάμαρτι , δάμαρ wife fem dat sg δάμαρτε , δάμαρ wife fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
дом — род. п. дома, домовитый, укр. дiм, дом, род. п. дому, ст. слав. домъ οἴκος, οἰκία (Супр.), болг. домът, сербохорв. до̑м, род. п. до̏ма, словен. dôm, чеш. dům, род. п. domu, слвц. dom, польск., в луж., н луж. dom. Стар. основа на u (Гуйер, DekL… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера