- δάμν-ιππος
δάμν-ιππος, Rosse bändigend, Orph. Arg. 738.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάμν-ιππος, Rosse bändigend, Orph. Arg. 738.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάμνιππος — ο (Α δάμνιππος, ον) νεοελλ. νεαρός ιππέας ο οποίος καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη φορά οδηγούνται σε ιππασία αρχ. όποιος δαμάζει ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμν τού ρ. δάμνημι «δαμάζω» + ίππος] … Dictionary of Greek