δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] … Dictionary of Greek
δάιος — δά̱ϊος , δάιος hostile masc nom sg δάος firebrand neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηίω — δάιος hostile masc/neut nom/voc/acc dual (epic) δάιος hostile masc/neut gen sg (epic doric aeolic) δηΐω , δάιος hostile masc/neut nom/voc/acc dual (epic) δηΐω , δάιος hostile masc/neut gen sg (epic doric aeolic) δηιόω cut down pres imperat act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηίων — δάιος hostile fem gen pl (epic) δάιος hostile masc/neut gen pl (epic) δηΐων , δάιος hostile fem gen pl (epic) δηΐων , δάιος hostile masc/neut gen pl (epic) δηιόω cut down imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) δηιόω cut down imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήιον — δάιος hostile masc acc sg (epic) δάιος hostile neut nom/voc/acc sg (epic) δήϊον , δάιος hostile masc acc sg (epic) δήϊον , δάιος hostile neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηιοτέρῳ — δάιος hostile masc/neut dat comp sg (epic) δηϊοτέρῳ , δάιος hostile masc/neut dat comp sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηίοιο — δάιος hostile masc/neut gen sg (epic) δηΐοιο , δάιος hostile masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηίοις — δάιος hostile masc/neut dat pl (epic) δηΐοις , δάιος hostile masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηίοισι — δάιος hostile masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) δηΐοισι , δάιος hostile masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηίοισιν — δάιος hostile masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) δηΐοισιν , δάιος hostile masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηίου — δάιος hostile masc/neut gen sg (epic) δηΐου , δάιος hostile masc/neut gen sg (epic) δηιόω cut down pres imperat act 2nd sg (attic epic) δηΐου , δηιόω cut down pres imperat act 2nd sg (epic ionic) δηιόω cut down imperf ind act 3rd sg (attic epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)