- δάξ
δάξ, mit den Zähnen beißend, Opp. H. 4, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάξ, mit den Zähnen beißend, Opp. H. 4, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαξ — δὰξ επίρρ. (Α) οδάξ*, με τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω για τον σχηματισμό πρβλ. και αρχ. επιρρήματα πυξ «με τις πυγμές», λαξ «με λακτίσματα, κλοτσιές» κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
δάξ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… … Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
ИДА — I. • Īda, η̉ Ίδη, Ίδα 1. горный хребет, начинающийся в Мисии и простирающийся через Фригию, к северу от Адрамитского залива; и н. Ида, с двумя главными вершинами по имени Γάργαρον и Κότυλος (Кацдаг). Горы эти во времена… … Реальный словарь классических древностей
ИДА — I. • Īda, η̉ Ίδη, Ίδα 1. горный хребет, начинающийся в Мисии и простирающийся через Фригию, к северу от Адрамитского залива; и н. Ида, с двумя главными вершинами по имени Γάργαρον и Κότυλος (Кацдаг). Горы эти во времена… … Реальный словарь классических древностей
αυτοδάξ — αὐτοδάξ επίρρ. (Α) φρ. 1. «γυναῑκες αὐτοδὰξ ὠργισμέναι» τόσο οργισμένες, έτοιμες να δαγκώσουν (Αριστοφ.) 2. «τὸν αὐτοδὰξ τρόπον» τον άγριο χαρακτήρα σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαξ επίρρ. «με τα δόντια» < δάκνω] … Dictionary of Greek
δαξασμός — δαξασμός, ο (Α) ερεθισμός, τσούξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαξ + (επίθημα) –ασμός (πρβλ. δρασμός, σπασμός, μαρασμός)] … Dictionary of Greek
οδάξ — ὀδάξ (Α) επίρρ. (κυρίως ως έκφραση πόνου ή έμμονης και μεγάλης οργής) με τα δόντια, δαγκωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀδάξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, προέρχεται από συμφυρμό τού ὀδών* και τού ρ. δάκνω «δαγκώνω», με επιρρμ. κατάλ. –αξ (πρβλ. λάξ,… … Dictionary of Greek
denk̂- — denk̂ English meaning: to bite Deutsche Übersetzung: “beißen” Note: Root denk ̂ : “to bite” derived from Illyr. derivative of Root ĝembh , ĝmb̥ h : “to bite; tooth” common Illyr. ĝ > d phonetic mutatIon. Material: O.Ind … Proto-Indo-European etymological dictionary