- δάφνος
δάφνος, ὁ, der Lorbeer, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάφνος, ὁ, der Lorbeer, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δάφνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 73 χλμ. ΒΔ της Άμφισσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λιδορικίου. Έως το 1928 ονομαζόταν Βοστινίτσα. * * *… … Dictionary of Greek
Δάφνον — Δάφνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνου — Δάφνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνων — Δάφνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνῳ — Δάφνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδαφνος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά τη δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δαφνος (< δάφνη), πρβλ. πολύ δαφνος] … Dictionary of Greek
Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν … Dictionary of Greek